- θάλλοι
- θάλλοῑ , θάλλωsproutpres opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Θαλλοί — Θαλλός young shoot masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλλοί — θαλλός young shoot masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θάλλοι — Θάλλος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ветви — • Κλάδοι ίκετήριοι, обыкновенно στέμματα, также θαλλοί или φυλλάδες ίκετ, у римлян iufulae или vittae, назывались ветви в руках или венки на головах умоляющих о защите, перевитые иногда белыми шерстяными повязками; ср. Infula, Инфула … Реальный словарь классических древностей
THALLOPHORI — apud Io. Chrysostomum, Hom. 8. de Anna, Annon videtis frequenter quod, qui in urbibus versantur, pueros nuper lacte depulsos faciunt thallophoros: sunt frondiferi, seu ramos olivae aliarumque arborum manibus ferentes, ex Graeco Θαλλοφόροι. Apud… … Hofmann J. Lexicon universale
ευανάβλαστος — εὐανάβλαστος, ον (Α) αυτός που βλαστάνει ελεύθερα («εὐανάβλαστοι θαλλοί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα βλαστάνω] … Dictionary of Greek
θαλλός — Βλαστικό σώμα πολυάριθμων κατωτέρων φυτικών οργανισμών (φύκη, μύκητες, λειχήνες). Ονομάζονται θαλλόφυτα, σε αντίθεση με τα κορμόφυτα, στα οποία διακρίνονται σαφώς διαφοροποιημένες οι ρίζες, ο βλαστός και τα φύλλα. Η διάκριση, αν και φαίνεται… … Dictionary of Greek
φύκη — Χλωροφυλλούχα φυτά, που ζουν στα γλυκά, υφάλμυρα ή θαλάσσια νερά και δεν έχουν άνθη, ρίζες, φύλλα και βλαστούς με τη γνωστή, χαρακτηριστική μορφή. Υπάγονται στα θαλλόφυτα (κρυπτόγαμα). Υπάρχουν φ. γιγάντια, των οποίων ο βλαστόμορφος θαλλός αποκτά … Dictionary of Greek
ηπατικά — Χλωροφυλλούχα φυτά που ανήκουν –όπως και τα φυλλόβρυα ή μούσκλα– στα βρυόφυτα (κρυπτόγαμα). Η ονομασία τους οφείλεται σε κάποιες ομοιότητες που έχουν με το ήπαρ. Σύμφωνα με μία δοξασία, τα φυτά που μοιάζουν με κάποιο όργανο του ανθρώπου μπορούν… … Dictionary of Greek